ἔκρυψα

ἔκρυψα
κρύπτω
hide
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρύβω — έκρυψα, κρύφτηκα, κρυμμένος 1. τοποθετώ κάτι σε μυστικό μέρος, χώνω, σκεπάζω: Πού τον έχει κρυμμένο το θησαυρό; 2. αποσιωπώ, φυλάγω κάτι μυστικό: Χρόνια μου κρυβε το αίσθημά της. 3. συγκαλύπτω, προσπαθώ να μη γίνει κάτι φανερό: Κρύβει τα χρόνια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκρύψασα — ἐκρύψᾱσα , ἐκ ῥύπτω cleanse aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκρυψ' — ἔκρυψα , κρύπτω hide aor ind act 1st sg ἔκρυψο , κρύπτω hide plup ind mp 2nd sg ἔκρυψο , κρύπτω hide perf imperat mp 2nd sg ἔκρυψε , κρύπτω hide aor ind act 3rd sg ἔκρυψαι , κρύπτω hide perf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • επικόπτω — ἐπικόπτω (Α) [κόπτω] 1. χτυπώ πάνω σε κάτι για να τό σκοτώσω, σκοτώνω με χτύπημα («πέλεκυν... ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο, βοῡν ἐπικόψων», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω δέντρα, κόβω τις κορυφές 3. (για θάμνους) κόβω για να καθαρίσω το έδαφος 4. κόβω,… …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — κρύβω, έκρυψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”